Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την εποχική γρίπη και την αντιμετώπισή της

Η γρίπη είναι μία οξεία νόσος του αναπνευστικού συστήματος, η οποία προκαλείται από τους ιούς της γρίπης. Πρόκειται για μία σοβαρή ασθένεια, που παρουσιάζεται κάθε χρόνο στη διάρκεια του χειμώνα, με τα μικρά παιδιά να αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου. Σε παγκόσμια κλίμακα, η γρίπη προσβάλλει κάθε χρόνο ποσοστό 20-30% των παιδιών.

Μεταδίδεται από το ένα άτομο στο άλλο μέσω πολύ μικρών αιωρούμενων σταγονιδίων από αναπνευστικές εκκρίσεις που δημιουργούνται μετά από φτάρνισμα, βήχα και ομιλία. Επίσης, μέσω των χεριών, όταν κάποιος αγγίζει αντικείμενα και επιφάνειες που έχουν μολυνθεί και στη συνέχεια πιάνει τα μάτια, τη μύτη ή το στόμα του.

Για την αποφυγή της μετάδοσης, θα πρέπει να καλύπτουμε το στόμα και τη μύτη μας με χαρτομάντιλο όταν βήχουμε ή φτερνιζόμαστε και να πλένουμε τακτικά τα χέρια μας. Παράγοντες όπως οι χαμηλές θερμοκρασίες και η συγκέντρωση πολλών ατόμων σε κλειστούς χώρους αυξάνουν τη μετάδοση της γρίπης.

Τα συμπτώματα της γρίπης συνήθως ξεκινούν απότομα και περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, πόνους των μυών και των αρθρώσεων, πονοκέφαλο, ενώ ειδικά τα παιδιά μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα από το γαστρεντερικό, όπως ναυτία, εμέτους, διάρροια.  

Τι πρέπει να γνωρίζουμε για την εποχική γρίπη και την αντιμετώπισή της
Τα συμπτώματα αρχίζουν 1-4 ημέρες μετά την προσβολή από τον ιό και διαρκούν 2-7 ημέρες, ο βήχας όμως μπορεί να επιμένει για αρκετό χρονικό διάστημα. Υπάρχουν κάποια συμπτώματα που όταν εμφανιστούν στα παιδιά, θα πρέπει να επικοινωνήσετε άμεσα με τον γιατρό σας. Αυτά είναι:

  • υψηλός και παρατεινόμενος πυρετός
  • γρήγορη αναπνοή ή δυσκολία στην αναπνοή
  • κυάνωση
  • άρνηση για λήψη υγρών ή τροφής
  • μειωμένη δραστηριότητα, υπνηλία
  • διέγερση ή σπασμοί
  • επανεμφάνιση του πυρετού ή επιδείνωση του βήχα μετά από βελτίωση και ενδεχόμενη επιδείνωση υποκείμενου χρόνιου νοσήματος (καρδιολογικού, αναπνευστικού, διαβήτη κλπ.).

Για την πρόληψη και θεραπεία της γρίπης χορηγούνται αντιιικά φάρμακα. Η έγκαιρη χορήγησή τους μειώνει τη διάρκεια των συμπτωμάτων και τυχόν νοσηλείας, τον κίνδυνο επιπλοκών (μέση ωτίτιδα σε νεαρά παιδιά, πνευμονία και αναπνευστική ανεπάρκεια). Τα κλινικά πλεονεκτήματα είναι μεγαλύτερα αν η θεραπεία αρχίσει μέσα στις πρώτες 48 ώρες από την έναρξη της νόσου.

Τέλος, ο εμβολιασμός αποτελεί τον κύριο τρόπο πρόληψης. Υπολογίζεται ότι ο ετήσιος εμβολιασμός έναντι της γρίπης, όλων των παιδιών 6 μηνών ως 16 ετών, θα μείωνε τη συχνότητα της γρίπης σε ολόκληρο τον πληθυσμό κατά 65-95%.