Καρκίνος του μαστού: Η σημασία της πρόληψης

Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τον πρώτο σε συχνότητα καρκίνο για τις γυναίκες και ο πιο δυνατός σύμμαχος είναι η έγκαιρη διάγνωση. Σύμφωνα με το αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενιεών (Centers for Disease Control and Prevention), ο κίνδυνος να αναπτύξει μια γυναίκα καρκίνο στο μαστό αυξάνει με την ηλικία. Ενώ μέχρι την ηλικία των 39 ετών ο κίνδυνος είναι μόλις 0,45%, στις ηλικίες 40-59 ετών ανεβαίνει στο 3% και από 60 και άνω φτάνει το 8%.

Άλλοι παράγοντες κινδύνου είναι η κληρονομικότητα, η πρώιμη έναρξη εμμήνου ρύσης, η καθυστερημένη εμμηνόπαυση, η λήψη οιστρογόνων τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, το αλκοόλ και το κάπνισμα. Ο καρκίνος του μαστού δεν πρέπει να φοβίζει. Αξίζει να σημειωθεί το σημαντικά υψηλό ποσοστό βιωσιμότητας μετά από έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση, σε χρονικό όριο πενταετίας, όπου και θεωρείται ότι έχει επέλθει ίαση. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ο τακτικός προληπτικός έλεγχος μπορεί να σώσει ζωές.

Η αυτοεξέταση συνιστάται να ξεκινά από την ηλικία των 20 ετών, καθώς σκοπό έχει την εξοικείωση της γυναίκας με τη μορφολογία του μαστού. Οι περισσότεροι καρκίνοι του μαστού ψηλαφιούνται για πρώτη φορά από την ίδια τη γυναίκα και όχι από το γιατρό της. Η ψηλάφηση πρέπει να γίνεται κάθε μήνα, μια εβδομάδα περίπου μετά την περίοδο. Σε αυτή τη φάση του κύκλου οι μαστοί δεν είναι τόσο ευαίσθητοι ή διογκωμένοι. Οι γυναίκες που βρίσκονται σε εμμηνόπαυση μπορούν να καθιερώσουν την πρώτη μέρα κάθε μήνα. Ετήσια ψηλάφηση από γιατρό συνιστάται μετά την ηλικία των 25 ετών.

Η πρώτη μαστογραφία θα πρέπει να γίνεται στην ηλικία των 40 ετών, εκτός αν υπάρχει ιστορικό καρκίνου του μαστού σε πρώτου βαθμού συγγενή και γνωστή μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 ή ιστορικό καρκίνου ωοθηκών. Σε αυτή την περίπτωση ο έλεγχος γίνεται νωρίτερα και σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντος ιατρού. Η μαστογραφία πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο μετά τα 40, όταν είναι αρνητική.
 Καρκίνος του μαστού: Η σημασία της πρόληψης
Η μαστογραφία, όπως και η ψηλάφηση, πρέπει να γίνεται από την 4η ως και τη 12η μέρα του κύκλου, ώστε οι μαστοί να μην είναι ιδιαίτερα επώδυνοι και διογκωμένοι. 

Το ποσό της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που δέχεται ο μαστός με τη μαστογραφία είναι εξαιρετικά χαμηλό και δεν έχει αποδειχθεί συσχέτιση μεταξύ μαστογραφίας και ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. 

Η μαστογραφία είναι μια σημαντικά αξιόπιστη εξέταση και ταυτόχρονα απλή. O τακτικός μαστογραφικός έλεγχος μπορεί να ανιχνεύσει μικρές βλάβες, 3-4 χρόνια πριν γίνουν αντιληπτά κάποια συμπτώματα από τη γυναίκα. Η διάγνωση με την εισαγωγή των συστημάτων υψηλής τεχνολογίας (ψηφιακή μαστογραφία) είναι ακριβής σε ποσοστό 90%, το οποίο μπορεί να φτάσει το 95%-98% στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο και συνδυάζεται με άλλες απεικονιστικές εξετάσεις.  

Το υπερηχογράφημα μαστών είναι μία εξέταση γρήγορη, προσιτή και ακίνδυνη (χωρίς ακτινοβολία). Αποτελεί την κύρια εξέταση σε γυναίκες κάτω των 35 ετών και βοηθά σημαντικά στην επίλυση κλινικών προβλημάτων. Σε γυναίκες άνω των 35, το υπερηχογράφημα έχει συμπληρωματικό ρόλο και ακολουθεί τη μαστογραφία για την πληρέστερη εκτίμηση ενός κλινικού ή μαστογραφικού ευρήματος και τον πληρέστερο έλεγχο γυναικών που έχουν πυκνούς μαστούς. Το υπερηχογράφημα δεν αποτελεί υποκατάστατο της μαστογραφίας στον προληπτικό έλεγχο του μαστού.

Η μαγνητική μαστογραφία είναι μία εξέταση, επίσης, χωρίς ακτινοβολία, η οποία πραγματοποιείται στον μαγνητικό τομογράφο με τη χρήση ειδικών εργαλείων. Εφαρμόζεται συμπληρωματικά με τη μαστογραφία και το υπερηχογράφημα, σε περιπτώσεις διερεύνησης ευρημάτων στην ψηφιακή μαστογραφία. Τελευταία συμπεριλαμβάνεται -μαζί με το υπερηχογράφημα- στον προληπτικό έλεγχο του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που ανήκουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου για να αναπτύξουν τη νόσο. Αποτελεί μέθοδο επιλογής σε περιπτώσεις που έχει προηγηθεί επέμβαση στο μαστό, για τη διερεύνηση πιθανής υποτροπής ή ανάπτυξης νέων εστιών στον ίδιο ή στον άλλο μαστό. Τέλος αποτελεί την καλύτερη διαγνωστική μέθοδο για τον έλεγχο της κατάστασης των ενθεμάτων. 

Η μαστογραφία δεν υποκαθιστά την κλινική εξέταση. Πρέπει να συναξιολογείται και να συσχετίζεται από ειδικό ιατρό με τα ευρήματα από την κλινική εξέταση και το ιατρικό ιστορικό. Η κλινική εξέταση περιλαμβάνει την επισκόπηση και την ψηλάφηση από κατάλληλα εκπαιδευμένο ιατρό και πρέπει να πραγματοποιείται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο.

Παρακολουθείστε ένα βίντεο με απλές οδηγίες για την αυτοεξέταση, από το μη κερδοσκοπικό σωματείο για ανθρώπους με καρκίνο και χρόνια νοσήματα, I LIVE FOR ME